- λιποτρόπος
- -ο(βιοχ.) χαρακτηρισμός χημικών ουσιών που προσηλώνονται εκλεκτικά στα λίπη διευκολύνοντας την αποικοδόμησή τους ή την απομάκρυνσή τους από το ήπαρ («λιποτρόπος ορμόνη»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipotropic < lip(o)- (< λίπος) + -tropic (< τρόπος)].
Dictionary of Greek. 2013.